στιλ

στιλ
το
(άκλ., λ. γαλλ.), ρυθμός, ύφος: Το στιλ αυτών των επίπλων. – Το στιλ εκείνου του συγγραφέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Στιλ — Ν φρ. «Στιλ νόσος» ιατρ. η ρευματοειδής αρθρίτιδα τών παιδιών που επιδρά στον ρυθμό ανάπτυξης τών οστών …   Dictionary of Greek

  • στιλ — το, Ν βλ. στυλ …   Dictionary of Greek

  • Στιλ, Κλάιφορντ — (Still). Αμερικανός ζωγράφος (Γκράντια, Βόρεια Ντακότα 1904). Το 1941 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στο Σαν Φραντσίσκο και στη συνέχεια, το 1950, στη Νέα Υόρκη, όπου και εγκαταστάθηκε. Δίδαξε ζωγραφική στο Χάντερ Κόλετζ και συνεργάστηκε …   Dictionary of Greek

  • στιλ, νόβο — (stil novo). Με τον όρο αυτό καθιερώθηκε να ονομάζεται ιταλικό λογοτεχνικό κίνημα του 13ου αι., που άσκησε βαθύτατη επίδραση στη διαμόρφωση της ιταλικής λογοτεχνίας. Πρωτεργάτης του κινήματος θεωρείται ο ποιητής Γκουίντο Γκουινιτσέλι από τη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκου, στιλ — Ονομασία των καλλιτεχνικών ρυθμών (στιλ) που επικράτησαν στη Γαλλία, κατά την περίοδο της ηγεμονίας των βασιλιάδων της Γαλλίας, Λουδοβίκου ΙΔ’, ΙΕ’ και ΙΣΤ’. Αντιστοιχούν με τις εποχές, στη διάρκεια των οποίων επικράτησε το μπαρόκ, το ροκοκό και… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Στιλ — (De Stijl). Καλλιτεχνικό κίνημα, που ανέπτυξε το ομώνυμο ολλανδικό περιοδικό, το οποίο ίδρυσε το 1917 ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Τέο βαν Ντέσμπουργκ σε συνεργασία με τους ζωγράφους Πιετ Μόντριαν, Μπαρτ βαν ντερ Λεκ, Βιλμς Χούζαρ, τον γλύπτη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”